μηνολόγιο — Λειτουργικό βιβλίο της Βυζαντινής Εκκλησίας παράλληλο με το Μαρτυρολόγιο της Δυτικής. Περιέχει σύντομους βίους αγίων, σύμφωνα με την εορτολογική τους σειρά (1η Σεπτεμβρίου 31η Αυγούστου) και χρησιμοποιείται κυρίως στα μοναστήρια. To M. ονομάζεται … Dictionary of Greek
минея — богослужебная книга песнопений православной церкви: в честь праздников – служебная м.; сборник житий святых в порядке поминальных дней – чет ья м. Др. русск. минеɪа – то же (ХI в.). Из ср. греч. μηναῖον, мн. μηναῖα месячные ; см. Фасмер, Гр. сл.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
мѣсѧчьныи — (19) пр. 1. Пр. к мѣсѧць в 1 знач.: тогда же и новыи ѡбразъ лѹны. г҃лемыи м(с)цьныи. КН 1280, 566б. 2. Пр. к мѣсѧць во 2 знач.: о м(с)цьнѣмь рѣзѣ. А м(с)цьныи рѣзъ оже за мало то имати ѥмѹ. РПр сп. 1280, 620б; не(д)лѧ бо не дневны˫а сде гл҃ть ни… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
απολυτίκιο — Εκκλησιαστικό ποίημα στο οποίο με συντομία αναπτύσσεται το ιστορικό της γιορτής της ημέρας. Τα α. είναι καθιερωμένα στη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρόκειται για μελοποιημένα ποιήματα και αποτελούν τα βασικά τροπάρια που επαναλαμβάνονται … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
εκσφράγισμα — ἐκσφράγισμα, το (AM) εκμαγείο, αποτύπωμα, επίσημο αντίτυπο, αντίγραφο μσν. 1. (για πρόσ.) μιμητής («τῶν δεινῶν παθημάτων τοῡ Χριστοῡ ἐκσφράγισμα ἐδείχθης», Μηναία, Ωδ. 6) 2. αποσφράγιση, αποσφράγισμα … Dictionary of Greek
εκτίκτω — ἐκτίκτω (Α) 1. τίκτω, γεννώ (α. «τὰ μὲν οὖν θήλεα χαλεπώτατα, ὅταν ἐκτέκωσι πρῶτον» Αριστ. β. «Ζαχαρίας Ίωάννην ἐκτέτοκεν», Μηναία, Ωδή 3) 2. μτφ. διαμορφώνω γνώμη … Dictionary of Greek
εκταράσσω — ἐκταράσσω αττ. τ. ἐκταράττω (Α) 1. ρίχνω σε σύγχυση, φέρνω σε ταραχή, προκαλώ ταραχή, συνταράσσω («τῆς ἐμῆς ψυχῆς δεινῶς ἐκταραττομένης», Μηναία, Ωδ. 3) 2. παθ. ιατρ. ( ομαι) (για κοιλιακή διαταραχή) έχω διάρροια … Dictionary of Greek
ενήδομαι — ἐνήδομαι (Α) [ήδομαι] χαίρω, αισθάνομαι ηδονή και ευχαρίστηση με κάτι («ταῑς θείαις καλλοναῑς ἐνηδόμενος», Μηναία) … Dictionary of Greek
εναθλώ — ( έω) (AM ἐναθλῶ) 1. υπομένω, αντέχω ως αθλητής («ὑπὲρ Χριστοῡ ἐναθλῶν», Μηναία) 2. (με απρμφ.) επιχειρώ («τὸ πόλισμα ἐνήθλει λαβεῑν») 3. αγωνίζομαι, πολεμώ αρχ. ασκούμαι, γυμνάζομαι σε κάτι … Dictionary of Greek