Μηναία

Μηναία
Δώδεκα λειτουργικά βιβλία της Βυζαντινής Εκκλησίας, στα οποία περιέχονται οι ακολουθίες των γιορτών και της ζωής των αγίων του εκκλησιαστικού έτους, που καλύπτουν το διάστημα από την 1η Σεπτεμβρίου έως την 31η Αυγούστου. Τα πρώτα Μ. εκδόθηκαν στη Βενετία τον 16o αι. και από εκεί συνεχίστηκε, κατά καιρούς, η ανατύπωσή τους. Τον 19ο αι. σημειώθηκαν αυτούσιες ή αναθεωρημένες εκδόσεις Μ. στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα, στη Ρώμη κ.α. Από τα Μ. προέρχεται το Ανθολόγιο, βιβλίο που περιέχει τα κυριότερα σημεία των Μ., καλύπτοντας όλες τις ακολουθίες των δώδεκα μηνών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μηνολόγιο — Λειτουργικό βιβλίο της Βυζαντινής Εκκλησίας παράλληλο με το Μαρτυρολόγιο της Δυτικής. Περιέχει σύντομους βίους αγίων, σύμφωνα με την εορτολογική τους σειρά (1η Σεπτεμβρίου 31η Αυγούστου) και χρησιμοποιείται κυρίως στα μοναστήρια. To M. ονομάζεται …   Dictionary of Greek

  • минея — богослужебная книга песнопений православной церкви: в честь праздников – служебная м.; сборник житий святых в порядке поминальных дней – чет ья м. Др. русск. минеɪа – то же (ХI в.). Из ср. греч. μηναῖον, мн. μηναῖα месячные ; см. Фасмер, Гр. сл.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • мѣсѧчьныи — (19) пр. 1. Пр. к мѣсѧць в 1 знач.: тогда же и новыи ѡбразъ лѹны. г҃лемыи м(с)цьныи. КН 1280, 566б. 2. Пр. к мѣсѧць во 2 знач.: о м(с)цьнѣмь рѣзѣ. А м(с)цьныи рѣзъ оже за мало то имати ѥмѹ. РПр сп. 1280, 620б; не(д)лѧ бо не дневны˫а сде гл҃ть ни… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • απολυτίκιο — Εκκλησιαστικό ποίημα στο οποίο με συντομία αναπτύσσεται το ιστορικό της γιορτής της ημέρας. Τα α. είναι καθιερωμένα στη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρόκειται για μελοποιημένα ποιήματα και αποτελούν τα βασικά τροπάρια που επαναλαμβάνονται …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • εκσφράγισμα — ἐκσφράγισμα, το (AM) εκμαγείο, αποτύπωμα, επίσημο αντίτυπο, αντίγραφο μσν. 1. (για πρόσ.) μιμητής («τῶν δεινῶν παθημάτων τοῡ Χριστοῡ ἐκσφράγισμα ἐδείχθης», Μηναία, Ωδ. 6) 2. αποσφράγιση, αποσφράγισμα …   Dictionary of Greek

  • εκτίκτω — ἐκτίκτω (Α) 1. τίκτω, γεννώ (α. «τὰ μὲν οὖν θήλεα χαλεπώτατα, ὅταν ἐκτέκωσι πρῶτον» Αριστ. β. «Ζαχαρίας Ίωάννην ἐκτέτοκεν», Μηναία, Ωδή 3) 2. μτφ. διαμορφώνω γνώμη …   Dictionary of Greek

  • εκταράσσω — ἐκταράσσω αττ. τ. ἐκταράττω (Α) 1. ρίχνω σε σύγχυση, φέρνω σε ταραχή, προκαλώ ταραχή, συνταράσσω («τῆς ἐμῆς ψυχῆς δεινῶς ἐκταραττομένης», Μηναία, Ωδ. 3) 2. παθ. ιατρ. ( ομαι) (για κοιλιακή διαταραχή) έχω διάρροια …   Dictionary of Greek

  • ενήδομαι — ἐνήδομαι (Α) [ήδομαι] χαίρω, αισθάνομαι ηδονή και ευχαρίστηση με κάτι («ταῑς θείαις καλλοναῑς ἐνηδόμενος», Μηναία) …   Dictionary of Greek

  • εναθλώ — ( έω) (AM ἐναθλῶ) 1. υπομένω, αντέχω ως αθλητής («ὑπὲρ Χριστοῡ ἐναθλῶν», Μηναία) 2. (με απρμφ.) επιχειρώ («τὸ πόλισμα ἐνήθλει λαβεῑν») 3. αγωνίζομαι, πολεμώ αρχ. ασκούμαι, γυμνάζομαι σε κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”